Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἃ πολλὰ ἐνδέχεται

  • 1 ἐνδέχομαι

    ἐνδέχομαι, [dialect] Ion. [suff] ἐν-δέκομαι, [tense] fut. - ξομαι,
    II accept, admit, approve,

    τὸν λόγον Id.1.60

    ;

    τοὺς λόγους Id.5.92

    .a/, 96, al., Ar.Eq. 632;

    τὰ λεγόμενα Th.3.82

    ;

    τὴν συμβουλίην Hdt.7.51

    ;

    διαβολάς Id.3.80

    ; ἀπόστασιν, = τὸν περὶ ἀποστάσιος λόγον, ib. 128; so . [ τὴν τοῦ Ἀλκιβιάδου κάθοδον] Th.8.50.
    2 in Hdt. freq. give ear to, believe, mostly with a neg.,

    ἀρχὴν.. οὐδὲ ἐ. τὸν λόγον 5.106

    ;

    τοῦτο δὲ οὐκ ἐ. ὰρχήν 4.25

    , cf. 3.73, 7.237: c. inf., believe that..,

    οὐ γὰρ ἔγωγε ἐ. Ἠριδανόν τινα καλέεσθαι ποταμόν 3.115

    .
    3 abs., give ear, attend,

    σὺ δ' ἐνδέχου E.Andr. 1238

    , cf. Pl.Cra. 428b; περί τινος οὐδ' ὁπωσοῦν ἐ. refuse to hear a word about it, Th.7.49.
    III of things, admit, allow of,

    τὸ προμηθὲς λογισμὸν οὐκ ἐνδέχεται περί τινος Id.4.92

    ; μεταβολήν, ἀλλοίωσιν ἐ., Pl.Phd. 78d; καθ' ὅσον φύσις ἐνδέχεται, quantum recipit humana condicio, Id.Ti. 69a, cf. Sph. 254c: c. inf., τὸ ναυτικὸν.. οὐκ ἐνδέχεται ἐκ παρέργου μελετᾶσθαι does not admit of being practised, Th.1.142, cf. Pl.Ti.9cc, Lg. 834d;

    ὅσων αἱ ἀρχαὶ μὴ ἐνδέχονται ἄλλως ἔχειν Arist.EN 1139a7

    .
    2 abs., to be possible,

    ἃ πολλὰ ἐνδέχεται Th.4.18

    ; ἐὰν ἐνδεχόμενον ᾖ if it be possible, PGrenf.2.14.4 (iii B. C.); freq. in Arist., APr. 25a38, al.;

    ἐνδέχεσθαι ἢ εἶναι οὐδὲν διαφέρει ἐν τοῖς ἀιδίοις Ph. 203b30

    ;

    ἐ. μέν, οὐ μὴν ἀναγκαῖον Pol. 1275b6

    : esp. in part. ἐνδεχόμενος, η, ον, possible, ἐκ τῶν ἐνδεχομένων by all possible means, X.Mem.3.9.4, D.S.1.54;

    αἱ ἐ. τιμωρίαι Lycurg. 119

    ;

    τὴν ἐ. ἀϊδιότητα Jul.Or.4.157b

    ; εἰς τὸ ἐ. so far as possible, Hyp.Epit.41; and freq. in Arist.,

    τὸ ἐ. ἀληθές Metaph. 1009b34

    ;

    τῆς ἐ. αὐτοῖς εὐδαιμονίας μετέχειν Pol. 1325a10

    ; ζωῆς τῆς ἐ. ἀρίστης ib. 1328a36, al.: freq. c. inf., τὰ ἐ. καὶ εἶναι καὶ μὴ εἶναι contingent events, GA 731b25, cf. Metaph. 1050b11;

    τὰ ἐ. ἄλλως ἔχειν EN 1134b31

    , al.; τὰ μὴ ἐ. αὐτῷ πρᾶξαι ib. 1140a32, al.
    3 ἐνδέχεται impers., it admits of being, it is possible that.., c. acc. et inf., Th.1.124, 140, etc.; εἴπερ ἐνεδεχετο (sc. γράφειν) D.18.239;

    καθ' ὅσον ἐνδέχεται Pl. Phdr. 271c

    ; εἰς ὅσον ἐ. Id.R. 501c; ὅσα ἐ. Arist.Rh. 1354a32; μέχρι οὗ ἐ. ib. 1355b13;

    ὡς ἐ. μάλιστα Plb.3.49.1

    : acc. abs., ὥσπερ ἐνδεχόμενον εἶναι, = ὥσπερ εἰ ἐνδέχοιτο, Arist.GA 765b23: gen. abs., ἐνδεχομένου where possible, Id.PA 683a20.
    b c. dat. pers., it is allowed, X.Hier.4.9, D.29.50.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνδέχομαι

  • 2 ὑπόθεσις

    ὑπόθεσις, εως, , ([etym.] ὑποτίθημι, ὑποτίθεμαι)
    A proposal, proposed action,

    τὴν ἐν φίλοις δικαιοτάτην ὑ. ἔχω ὑποτιθέναι X.Cyr.5.5.13

    ;

    ἵνα σὺ τὰ σαυτοῦ κατὰ τὴν ὑ. ὅπως ἂν βούλῃ περαίνῃς Pl.Grg. 454c

    ; intention, policy,

    πολλὰ πρᾶξαι πρὸς τὴν ὑ. τῆς πατρίδος ὡς συχνῆς ἀδικίας δεομένην Thphr.Fr. 136

    ;

    διὰ τὴν ὑ. τῆς πολιτείας.. ἠναγκάζετο χρῆσθαι τοῖς ὑπουργοῦσι Plu.Caes.51

    ; πρὸς ὑ. τινα ἀγαθῶν ἀνδρῶν men good for a particular policy, Arist.Pol. 1293b4; ὑ. τῆς δημοκρατικῆς πολιτείας ἐλευθερία ib. 1317a40; ἡμῖν ἡ τῶν νόμων ὑ. ἐνταῦθα ἔβλεπεν, ὅπως .. Pl.Lg. 743c;

    περὶ τῶν αὐτῶν οὐχ ὁμοίως ἅπασι βουλευτέον, ἀλλ' ὡς ἂν ἐξ ἀρχῆς ἕκαστοι τοῦ βίου ποιήσωνται τὴν ὑ. Isoc.6.90

    ;

    τοῖς φαύλοις ἐνδέχεται τὰ τυχόντα πράττειν· εὐθὺς γὰρ τοῦ βίου τοιαύτην πεποίηνται τὴν ὑ. Id.1.48

    ;

    ἀνάγκη τοῖς περὶ ὅλων τῶν πραγμάτων καλὰς τὰς ὑ. πεποιημένοις καὶ τὰ μέρη τὸν αὐτὸν τρόπον ἔχειν ἐκείνοις Id.7.28

    ;

    πρὸς ταύτην τὴν ὑ. ἀποβλέποντες ἄμεινον βουλευσόμεθα καὶ περὶ τῶν ἄλλων Id.8.18

    ;

    ἐξέστητε τῆς ὑ. ἐφ' ἧς ὑμᾶς οἱ πρόγονοι κατέλιπον D.10.46

    ; οἱ τῆς αὐτῆς ὑ. προεστῶτες those who advocated the same policy, Plb.30.32.12;

    ἅπαντας ἀπονεύσειν ἐπ' ἐκείνην τὴν ὑ. Id.24.9.7

    ; Ἀχαϊκωτέραν εἶναι.. ταύτην τὴν ὑ. καὶ νικητικωτέραν ἐν τοῖς πολλοῖς ib.4;

    τὸ τῆς ἰδίας ὑ. λαμπρόν Id.21.23.1

    ;

    τὸ τῶν σαρισῶν μέγεθός ἐστι κατὰ μὲν τὴν ἐξ ἀρχῆς ὑ. ἑκκαίδεκα πηχῶν, κατὰ δὲ τὴν ἁρμογὴν τὴν πρὸς τὴν ἀλήθειαν δεκατεττάρων Id.18.29.2

    ;

    τηροῦντες τὴν αὑτῶν ὑ. Id.5.5.5

    ;

    πρὸς ταύτην ἁρμοζόμενοι τὴν ὑ. Id.3.16.1

    , cf. 3.50.7; κατασκέψασθαι τὴν τῶν ὑπεναντίων ἐπίνοιαν καὶ τὴν ὅλην ὑ. ib.6;

    Φάβιος.. κατὰ τὴν ἐξ ἀρχῆς ὑ. οὐδαμῶς κρίνων ἐκκυβεύειν οὐδὲ παραβάλλεσθαι τοῖς ὅλοις Id.3.94.4

    .
    2 suggestion, advice,

    ἐδώκαμεν ἄν σοι ὑποθέσεις δι' ὧν οἱ ἀντίδικοι ἂν οἴμωζον PMich.Zen.57.7

    (iii B. C.);

    διελέγοντο.. κατὰ τὰς ἐντολὰς τὰς Ἀράτου καὶ τὰς ὑ. Plb. 2.48.8

    , cf. 2.52.6, 4.24.2;

    κροτηθείσης τῆς ὑ. Id.28.16.5

    ; πολυτέχνους ὑ. ἔργων elaborate proposals for works, Plu.Per.12.
    3 purpose,

    τῆς στρατηγίας ὑπόθεσιν τὴν τυραννίδα πεποιημένος Id.Tim.2

    ;

    λόγῳ μὲν ἀποδώσων.., ἑτέραν δὲ τῆς ἀποδημίας ἔχων ὑ. λανθάνουσαν τοὺς πολλούς Id.Mar.31

    ;

    ἐξ αὐτῆς τῆς αἰτίας τῆς τε ὑ. τοῦ πολέμου ἀξιολογώτατος ἀγὼν συνηνέχθη D.C.41.56

    ;

    ὑ. τοῦ πολέμου καὶ πρόφασιν διδόντων ἐλευθεροῦν τοὺς Ἕλληνας Plu.Flam.15

    ;

    τὸ χωρὶς ὑποθέσεως πολεμεῖν.. τί ἄλλο ἢ μανία; D.Chr.38.17

    ; [

    οἱ ἐλέφαντες] ἴσασι τῆς ὁδοῦ τῆς ἐπ' αὐτοὺς τὴν ὑ... εἶναι.. τοὺς ὀδόντας Ael.NA6.56

    .
    4 occasion, excuse, pretext,

    οὕτω γὰρ ἂν αὐτοῖς ἡ ἀπολογία προαναιροῖτο καὶ ἡ πρώτη ὑ. τῆς ἐθελοδουλείας Luc.Merc.Cond.5

    ; τοιαύτης αὐτοῖς τῆς ὑ. οὔσης ib.10;

    ἀεὶ χρὴ ἐπί τινι λυπεῖσθαι καὶ μὴ ἄνευ ὑ. Artem.

    2.60;

    ὑ. ἀργυρισμοῦ καὶ φόνων εἰληφέναι ἐδόκει D.C.63.26

    ;

    μή με νομίσῃς ἀπὸ τῆς παρούσης ὑ. ἀπαρτᾶν τὸν λόγον Id.52.18

    .
    5 actor's role,

    τοὺς ὑποκριτὰς.. οὓς ὁρῶμεν οὔτε κλαίοντας ἐν τοῖς θεάτροις, ὡς αὐτοὶ θέλουσιν, ἀλλ' ὡς ὁ ἀγὼν ἀπαιτεῖ πρὸς τὴν ὑ. Plu.Dem.22

    ;

    ὶδεῖν τί μου ποιεῖ ὁ ἀθλητής, πῶς μελετᾷ τὴν ὑ. Arr.Epict.1.29.38

    , cf. 41;

    τὴν τοῦ πατρὸς καὶ τῆς μητρὸς ὑ. λαβεῖν Iamb.VP8.39

    .
    6 function, occupation, station in life, [

    Διονύσιος] ἐκ σημοτικῆς καὶ ταπεινῆς ὑ. ὁρμηθείς Plb.15.35.2

    ; [

    Ἀγαθοκλῆς] ὁρμηθεὶς ἀπὸ τοιαύτης ὑ. Id.12.15.7

    ;

    τὸ μὴ εἶναι ἄλλην βίου ὑ. εἰς τὸ φιλοσοφεῖν οὕτως ἐπιτήδειον ὡς ταύτην ἐν ᾗ νῦν ὢν τυγχάνεις M.Ant.11.7

    , cf. 8.1, Paul. Aeg.3.17.
    7 practical problem,

    κοινὴ ἡ ὑ. καὶ τῷ καθ' ἡμᾶς βίῳ πάνυ πολλή, βαλανείου κατασκευή Luc.Hipp.4

    ;

    ἡ μὲν οὖν ὑ. τοιαύτη HeroAut.21.2

    .
    II subject proposed ( to oneself or another) for discussion,

    κελεῦσαι τὴν πρώτην ὑ. τοῦ πρώτου λόγου ἀναγνῶναι Pl. Prm. 127d

    ;

    ἐπὶ τὴν ὑ. ἐπανάγειν τὸν λόγον X.Mem.4.6.13

    ;

    ἐπὶ τὴν ὑ. πάλιν ἐπανελθεῖν Isoc.4.63

    , cf. Gal.6.124;

    τὴν ὑ. περὶ ἧς βουλεύεσθε οὐχὶ τὴν οὖσαν παριστάντες D.3.1

    ;

    τοὺς δικαστὰς ἀπαγαγὼν ἀπὸ τῆς ὑ. Id.19.242

    ;

    ἐπὶ τῆς ὑ. μεῖναι Aeschin.3.76

    ;

    ἔξω τῆς ὑ. λέγειν Isoc.7.63

    , cf. 12.161;

    μὴ πόρρω λίαν τῆς ὑ. ἀποπλανηθῶ Id.7.77

    , cf. 12.88, Aeschin. 3.176,190;

    ὅτ' ἔγραφον περὶ τὴν αὐτὴν ὑ. Isoc.5.83

    ;

    περὶ [τῆς πόλεως] τὴν ὑ. ποιησάμενος Id.12.35

    ;

    τοῦ πράγματος ἐν κεφαλαίῳ.. δήλωσις, ἵνα γινώσκωσι περὶ ὧν ὁ λόγος παρακολουθῶσί τε τῇ ὑ. Arist.Rh.Al. 1436a36

    , cf. Pl.Def. 415b;

    ἡ ὑ. ἐλάττων Arist.Rh. 1404b15

    ; πρὸς ὑπόθεσιν λέγειν, opp. πρὸς ἀμφισβητοῦντα, ib. 1391b13;

    πολλὰ πρὸς τὴν ὑ. οἰκείως διαλεχθείς D.S.13.53

    ; haec erat ὑ., de gravitate ordinis, etc., Cic.Att.1.14.4.
    2 case at law, lawsuit,

    γράφει ὁ Μαιίστας εἰς τὴν ὑ. ταύτην IG11(4).1299.29

    (Delos, iii B. C.), cf. OGI665.18,669.41 (both Egypt, i A. D.), POxy. 237 vii 34, viii 22 (ii A. D.), 486.26 (ii A. D.);

    τὰ περὶ ταύτης τῆς ὑ. πεπραγμένα PLips.34.18

    (iv A. D.).
    3 subject of a poem or treatise, Zeno Stoic.1.23, Plb.1.2.1, D.H.Pomp.3, Longin. 38.2, Plu.Pomp.42, Luc.Charid.14, Pseudol.5, al.; of a picture, Id.Zeux.5,7; of an impromptu declamation,

    ἐπειδὰν οἱ παρόντες ὑποβάλωσί τινας ὑ. καὶ ἀφορμὰς λόγου Id.Rh.Pr.18

    ; plot, story,

    μῦθοι καὶ ὑποθέσεις Phld.Po.2.62

    , cf. 5.5, al., Arg.Men.Oxy.1235.113 (ii A. D.), Dicaearch. ap. S.E.M.3.3, Artem.4.59, Sch.S.Aj.Prooem., Arg.Ar. Ach. tit., etc.
    4 speech,

    αἱ δικανικαὶ καὶ δημηγορικαὶ ὑ. Theon Prog.1

    ; = ἐπίδειξις 1.3, ἀρξαμένων (v.l. -ῳ)

    τῆς ὑ. LXX 4 Ma.1.12

    ; ἀνδρὸς ἀρετὰς ὅλην πληρούσας ὑ. providing matter for a whole speech, Chor.p.34B.
    b speech or subject of a speech in which the person, occasion, etc. are particularized, opp. θέσις v. 2, Aphth.Prog. 13, cf. Quint.Inst.3.5.7.
    5 a kind of play or pantomime,

    μῖμοί τινές εἰσιν ὧν τοὺς μὲν ὑποθέσεις τοὺς δὲ παίγνια καλοῦσιν Plu.2.712e

    ; μιμολωγοι η υποθησις εικυρα (i. e. μιμολόγοι· ἡ ὑπόθεσις Ἑκυρά), i. e. 'theatrical performance: play, the Hecyra', Ath.Mitt.26.4 (inscr. on lamp, iii B. C.); κλάειν ἤρξαντο πάντες καὶ μετέβαλε τὸ συμπόσιον εἰς σκυθρωπὴν ὑ. into a tragedy, Charito 4.3; so perh. in Luc.Nigr.8; of Aesop's fables,

    χρῆται [τῇ ἀλώπεκι] ὁ Αἴσωπος διακόνῳ τῶν πλείστων ὑ. Philostr.Im.1.3

    .
    III supposition,

    ἢ βούλεσθε.. ἀπ' ἐμαυτοῦ ἄρξωμαι καὶ τῆς ἐμαυτοῦ ὑ., περὶ τοῦ ἑνὸς αὐτοῦ ὑποθέμενος, εἴτε ἕν ἐστιν εἴτε μὴ ἕν, τί χρὴ συμβαίνειν; Pl.Prm. 137b

    ; αὕτη ἡ ὑ., εἰ ἓν μὴ ἔστιν ib. 160b; χρὴ.. μὴ μόνον εἰ ἔστιν ἕκαστον ὑποτιθέμενον σκοπεῖν τὰ συμβαίνοντα ἐκ τῆς ὑ., ἀλλὰ καὶ εἰ μὴ ἔστι τὸ αὐτὸ τοῦτο ὑποτίθεσθαι ib. 135e, cf. 136a; [σκοπεῖν] τί ἐφ' ἑκατέρας τῆς ὑ. συμβήσεται ib. 136b;

    εἰ ὀρθὴ ἡ ὑ. ἦν, τὸ ψυχὴν ἁρμονίαν εἶναι Id.Phd. 94b

    , cf. 92d, Sph. 244c;

    πρὸς μὲν τὴν ὑ. ὀρθῶς λέγουσιν, ὅλως δ' οὐκ ὀρθῶς Arist. Metaph. 1082b32

    ; ἐξ ὑποθέσεως σκοπεῖσθαι examine by starting from an assumption, of reasoning by analysis in geometry, Pl.Men. 86e; τῶν τὴν τέχνην ζητεύντων ἐξ ὑποθέσιος λόγων arguments seeking to derive the (medical) art from an assumption, Hp.VM13; ὑ. αὐτοὶ αὑτοῖς ὑποθέμενοι τῷ λόγῳ ib.1; ἄγοντες ἐπὶ ὑπόθεσιν τὴν τέχνην ib. 15;

    χρῆσιν ἀρετῆς τελείαν, καὶ ταύτην οὐκ ἐξ ὑ. ἀλλ' ἁπλῶς· λέγω δ' ἐξ ὑ. τἀναγκαῖα, οἷον.. τιμωρίαι καὶ κολάσεις.. τὸ καλῶς ἀναγκαίως ἔχουσι Arist.Pol. 1332810

    ; ἡ πολιτεία ἡ ἐξ ὑ. ( = ἡ δοθεῖσα ) the constitution based on a presupposition, ib. 1288b28; of currency, ἓν δή τι δεῖ εἶναι, τοῦτο δ' ἐξ ὑ.· διὸ νόμισμα καλεῖται according to a presupposed convention, Id.EN 1133b21 (cf. a29-31, APr. 41a40); of reductio ad impossibile,

    ἢ δεικτικῶς ἢ ἐξ ὑ. τοῦ δ' ἐξ ὑ. μέρος τὸ διὰ τοῦ ἀδυνάτου Id.APr. 40b25

    -6, cf. 41a25;

    δυνατοῦ δεξάμενον ὑπόθεσιν ἐπ' ἀδύνατον ἀπαχθῆναι Arr.Epict.1.7.25

    , cf. Procl. in Euc.pp.76,252 F.; καθ' ὑπόθεσιν by way of supposition, 'let us suppose', Phld.Rh. 1.95 S., Sign.12, Cleom.1.7.
    IV = τὸ ὑποκείμενον (cf.

    ὑπόκειμαι 11.8

    ), the presupposition of an action, that which has been settled before it begins,

    περὶ τοῦ τέλους οὐθεὶς βουλεύεται, ἀλλὰ τοῦτ' ἐστὶν ἀρχὴ καὶ ὑ. Arist.EE 1227a8

    , cf. b30;

    τῶν πράξεων τὰς ἀρχὰς καὶ τὰς ὑ. ἀληθεῖς καὶ δικαίας εἶναι προσήκει D.2.10

    ; of a thing, that without which it cannot exist or be what it is, its essence, αὕτη (sc. τὸ στέλεχος)

    οἷον ὑ. καὶ φύσις δένδρων Thphr.HP4.13.4

    (cf. οὐσία καὶ φύσις τοῦ δένδρου ibid.);

    ἐπὶ τοῖς χυμοῖς μόνοις σηπομένοις ἔχοντος τὴν ὑ. ὅλου τοῦ νοσήματος, ὅπερ ἐστὶ πυρετώδους ὄντος Gal.18(2).299

    .
    2 in the syllogism, the preliminary statements of fact (whether proved or not) from which inference starts, i. e. the premisses ([etym.] προτάσεις) , τῶν ἀποδείξεων αἱ ὑ., equivalent to ἀρχαί, Arist.Metaph. 1013a16;

    αἱ ἀρχαὶ καὶ αἱ λεγόμεναι ὑ. Id.APo. 81b15

    ; ὅσα δέδεικται δι' ἐκείνων ὑποθέσεις ποιησάμενοι taking as premisses (here) what has been proved in those other works, Gal.6.7, cf. 25,224; ἴστω.. τῆς ὑγιεινῆς πραγματείας ἀνατρέπων τὴν ὑ. ib.17;

    ὑπόθεσιν, αἴτησιν οὖσαν πράγματος εἰς κατασκευήν τινος S.E.M.3.4

    ;

    λαμβάνειν ἀναποδείκτους ὑ. Plu.2.720f

    , cf. 721d;

    ἀναγκαῖον ἢ τὰς ὑ. εἶναι τὰς πρώτας ψευδεῖς, ἢ τὰς ὑπὲρ τῶν συμβαινόντων ἀποφάς εις Plb.1.15.9

    , cf. 11.
    b assumption of existence of any one of the fundamental objects of a particular science,

    ὁ ὁρισμὸς θέσις μέν ἐστι.. ὑ. δ' οὐκ ἔστι· τὸ γὰρ τί ἐστι μονὰς καὶ τὸ εἶναι μονάδα οὐ ταὐτόν Arist.APo. 72a23

    ;

    ἐν ταῖς πράξεσι τὸ οὗ ἕνεκα ἀρχή, ὥσπερ ἐν τοῖς μαθηματικοῖς αἱ ὑ. Id.EN 1151a17

    .
    3 starting-point,

    ἐκ ταύτης τῆς ὑ. λαβεῖν τὸν λόγον τὴν εἰς ἑκάτερον μέρος ὁρμήν Iamb.VP27.130

    ; beginning, τὰς μὲν ἐλπίδας οὐ τελειοῖ (sc. ὁ ὄνειρος) , τὰς δὲ ὑ. τῶν πραγμάτων ταῖς περιοχαῖς ὁμοίας ποιεῖ (referring to a birth of twins which died), Artem.4.47.
    4 raw material,

    τὴν δοθεῖσαν ὑ. εὐφυᾶ πρὸς ὑποδοχὴν γυμναστικῆς.. ἀμείνω ἀποφαίνειν Luc.Hist. Conscr.35

    ;

    οἵαν ὕλην καὶ ὑ. φεύγεις·.. μένε οὖν μέχρι ἐξοικειώσῃς σαυτῷ καὶ ταῦτα M.Ant.10.31

    .
    V mortgage, Thphr.Fr.97.1 (pl.).
    VI placing under,

    πτύγματος Sor.1.70a

    ;

    προσκεφαλαίου Id.2.86

    .
    2 thing placed under, base, τὰς ὑ. (signf. 111)

    ποιούμενος οὐκ ἀρχὰς ἀλλὰ τῷ ὄντι ὑ., οἷον ἐπιβάσεις τε καὶ ὁρμάς Pl.R. 511b

    , cf. Arr.Epict.1.7.22; in D.2.10 (v. supr. IV. 1) the ἀρχαί and ὑποθέσεις (i. e. basic principles) of actions are compared to the foundations ([etym.] τὰ κάτωθεν) of a house or a ship;

    Τριπτόλεμος.. τὰς πρώτας ὑ. βαλόμενος τῇ πόλει Lib.Or.11.52

    .

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπόθεσις

  • 3 ὕδωρ

    ὕδωρ [, v. fin.], τό, gen. ὕδατος: an [dialect] Ep. dat. ὕδει in Hes.Op.61, Thgn.961; later nom.
    A

    ὕδος Call.Fr. 475

    ; [dialect] Boeot. [full] οὕδωρ prob. in IG7.3169 (Orchom.):—water, of any kind, but in Hom. rarely of seawater without an epith.,

    ἄνεμός τε καὶ ὕ. Od.3.300

    , 7.277; but

    ἁλμυρὸν ὕ. 9.227

    , al., cf. Th.4.26; of rivers, ὕ. Αἰσήποιο, Στυγός, Il.2.825, 8.369, al.; so in Lyr. and Trag.,

    ὕ, Ἀσώπιον Pi.N. 3.3

    ;

    ὕ. τὸ Νείλου A.Supp. 561

    (lyr.): freq. in pl. (but only once in Hom., ὕδατ'

    ἀενάοντα Od.13.109

    ), Καφίσια ὕδατα the waters of Cephisus, Pi.O.14.1;

    ῥυτῶν ὑδάτων S.OC 1599

    ;

    ὕδασιν τοίς Ἀχελῴου Id.Fr. 271

    (anap.): spring-water, drinking-water,

    οἶνον ἔμισγον καὶ ὕ. Od.1.110

    ;

    ἀφυσσάμεθ' ὕδωρ 9.85

    ;

    ὕδατα καὶ.. δῖτοι Pl.R. 404a

    ;

    πότιμον ὕ. X.HG3.2.19

    ; ὕ. πίνων a water-drinker, D.6.30, cf. 19.46, Ar.Eq. 349;

    ὕ. δὲ πίνων οὐδὲν ἂν τέκοι σοφόν Cratin.199

    , cf. Aristopho 10.3, Bato 2.9, al.: ὕδωρ κατὰ χειρός water for washing the hands, v. χείρ; φέρτε χερσὶν ὕ. Il.9.171;

    ὕ. ἐπὶ χεῖρας ἔχευαν 3.270

    , Od.1.146, al.;

    λοέσσας ὕδατι λευκῷ Il.23.282

    :—on γῆν καὶ ὕδωρ αἰτεῖν and διδόναι, v. γῆ 1.2b:—a curse was invoked upon those who refused fire (i.e. the right to borrow burning embers) or water or to direct a traveller on his way, Diph.62, cf. X.Oec.2.15:—prov.,

    ὅρκους ἐγὼ γυναικὸς εἰς ὕ. γράφω S.Fr. 811

    , cf. Men.Mon.25;

    ἐν ὕδατι γράφειν Pl.Phdr. 276c

    ; ὅταν τὸ ὕδωρ πνίγῃ, τί δεῖ ἐπιπίνειν; if water chokes, what more can be done ? of a desperate case, Arist.EN 1146a35, cf.

    ἐπιρροφέω 1

    .
    2 rain-water, rain,

    ὅτε λαβρότατον χέει ὕ. Ζεύς Il.16.385

    ;

    ὗσαι ὕδατι λαβροτάτῳ Hdt.1.87

    ;

    ἐγίνετο ὕ. ἄπλετον Id.8.12

    ;

    πολύ Th.6.70

    , D.59.99;

    ὕ. ἐπιγενόμενον πολύ X.HG1.6.28

    ;

    τὸ ὕ. τὸ γενόμενον τῆς νυκτός Th.2.5

    , cf. Hdt.8.13: more definitely,

    ὕδωρ ἐζ οὐρανοῦ X.An. 4.2.2

    , Aristid.Or.50(26).35 (but ἐζ οὐρανοῦ is a gloss in Th.2.77): pl.,

    ὕ. ὄμβρια Pi.O.11(10).2

    ; τὰ Διὸς, or

    παρὰ τοῦ Δ., ὕ. Pl.Lg. 761a

    , 761b;

    τὸ ἐκ Διὸς ὕ. Thphr.HP2.6.5

    ; καινὸν ἀεὶ τὸν Δία ὕειν ὕδωρ, ὕδωρ τὸν θεὸν ποιῆσαι, Ar.Nu. 1280, V. 261 (lyr.), cf. Thphr.Char.3.4: abs.,

    ἐὰν πλείω ποιῇ ὕ. Id.CP1.19.3

    : κεραύνια ὕ. thunder-showers, Plu.2.664f;

    ὕ. πολλά, συνεχέα μαλθακῶς Hp.Epid.1.1

    .
    3 for ἐν ὕδατι βρέχεσθαι, Hdt.3.104, v. βρέχω.
    4 in the law-courts, τὸ ὕδωρ was the water of the water-clock ([etym.] κλεψύδρ), and hence the time it took in running out,

    ἂν ἐγχωρῇ τὸ ὕδωρ D.44.45

    ;

    οὐχ ἱκανόν μοι τὸὕ. Id.45.47

    ; ἐν τῷ ἐμῷ ὕ., ἐπὶ τοῦ ἐμοῦ ὕ., in the time allowed me, Id.18.139, 57.61; οὐκ ἐνδέχεται πρὸς ταὐτὸ ὕ. εἰπεῖν one cannot say (all) in one speech, Id.27.12;

    τὸ ὕ. ἀναλῶσαι Din.2.6

    ;

    πρὸς ὕ. σμικρὸν διδάζαι Pl.Tht. 201b

    ;

    ἐν μικρῷ μέρει τοῦ παντὸς ὕ. D.29.9

    ; ἐπίλαβε τὸ ὕ. stop the water (which was done while the speech was interrupted by the calling of evidence and reading of documents), Id.45.8;

    ἐγχεῖται τὸ μὲν πρῶτον ὕ. τῷ κατηγόρῳ.., τὸ δὲ δεύτερον ὕ. τῷ φεύγοντι Aeschin.3.197

    ; ἀποδιδόναι, παραδιδόναι τινὶ τὸ ὕ., to give him the turn of speaking, Id.1.162, Din.1.114.
    5 generally, liquid,

    ὕδατος εἴδη τὰ τοιάδε· οἶνος, οὖρον, ὀρός Arist.Mete. 382b13

    , cf. Hp.Cord.12.
    II part of the constellation Aquarius, Arat.399.
    2 a name for the winter solstice, Paul.Al.A.4.
    III Ὕδατα, τά, as the name of places with hot or mineral waters, Ὕ. Σέζτια, Lat. Aquae Sextiae, Ὕ. Νεαπολιτανά, etc., Ptol.Geog.2.10.8, 3.3.7, etc. [[pron. full] by nature,

    ὕ?ὕδωρXδωρ Il. 18.347

    , al. (usu. with ὕ?ὕδωρX when not at end of line),

    ὕ?ὕδωρXδατος 16.229

    , al.,

    ὕ?ὕδωρXδατι Od.12.363

    , al.,

    ὕ?ὕδωρXδατ' 13.109

    , and so always in [dialect] Att. (exc. sts. in dactylic verse, Ar.Ra. 1339); Hom. freq. has ὕ ¯ δωρ (always at end of line exc. in phrase

    Στυγὸς ὕδωρ Il.15.37

    ), also

    ὕ ¯ δατος Il. 21.300

    , 312, Od.5.475,

    ὕ ¯ δατι Il.23.282

    , Od.22.439; later [dialect] Ep. admits ὕ ¯ δωρ more freely, A.R.4.601, so that we find [pron. full] in the second half of the foot in h.Cer. 381, Batr.97, A.R.4.290, etc.; also in Alc.Supp.11.8.] (Cf. Skt. udán-, gen. udn-ás 'water', OE. woeter, O Norse vatn; I.-E. u(e)d- with suffix r alternating with n (ὕδ-- τος): cogn. with Skt. u-ná-t-ti (root ud-), [ per.] 3pl. u-n-d-ánti 'moisten', cf. Lat. unda.)

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὕδωρ

См. также в других словарях:

  • Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… …   Dictionary of Greek

  • επιληψία — Χρόνια παροξυσμική και πρόσκαιρη διαταραχή της εγκεφαλικής λειτουργίας που εμφανίζεται ξαφνικά, παύει αυτόματα και έχει την τάση να επαναλαμβάνεται. Η νόσος αποτελεί την κλινική εκδήλωση αυτόματης διέγερσης των νευρώνων έτσι ώστε κατά τη διάρκεια …   Dictionary of Greek

  • κυδωνιά — (Cydonia). Γένος καρποφόρων δέντρων της οικογένειας των ροδιδών (δικοτυλήδονα) και κοινή ονομασία του μοναδικού είδους του, Cydonia oblonga, το οποίο ήταν παλαιότερα γνωστό και με τις ονομασίες Pyrus cydonia και Cydonia vulgaris. Πρόκειται για… …   Dictionary of Greek

  • Αφγανιστάν — Κράτος της νοτιοκεντρικής Ασίας.Συνορεύει στα Β με το Τουρκμενιστάν (ΒΔ), το Ουζμπεκιστάν, το Τατζικιστάν (ΒΑ) και την Κίνα (ΒΑ), στα Α και Ν με το Πακιστάν και στα Δ με το Ιράν.Το Α. βρίσκεται στο κέντρο της αχανούς νότιας Ασίας, ανάμεσα σε μια… …   Dictionary of Greek

  • ινομυώματα — Καλοήθεις όγκοι της μήτρας που αποτελούνται από τους δύο θεμελιώδεις ιστούς, τον συνδετικό και τον μυϊκό. Συνιστούν τους πιο συνηθισμένους όγκους του γεννητικού συστήματος. Ανάλογα με το μέγεθος και τη θέση του ι. προκαλούνται αυτόματες αποβολές …   Dictionary of Greek

  • κυκαδικά ή κυκαδόφυτα — Κλάση τροπικών ή υποτροπικών φυτών, που ανήκει στα γυμνόσπερμα. Πρόκειται για θάμνους ή δέντρα, ύψους 1 2 μ., με κοντόχοντρο, απλό κορμό, χωρίς πλάγιους κλάδους, που μοιάζει με φοίνικα. Ο βλαστός καλύπτεται από παχύ φλοιό και διατηρεί τα… …   Dictionary of Greek

  • πρωτεΐνες — Οργανικές αζωτούχες ουσίες με μεγάλο μοριακό βάρος, οι οποίες σχηματίζονται με την ένωση πολλών μορίων αμινοξέων συνδεδεμένων με δεσμούς αμιδικού τύπου. Οι π. αναγνωρίστηκαν ως τα ουσιώδη αζωτούχα συστατικά του πρωτοπλάσματος από τον Μούλντερ… …   Dictionary of Greek

  • θάλαμος — (Φυσ.). Ονομασία διάφορων συσκευών που περιλαμβάνουν έναν χώρο με πολύ συγκεκριμένες συνθήκες και περιεχόμενο και χρησιμοποιούνται για τη μελέτη των ιδιοτήτων των στοιχειωδών σωματιδίων (ηλεκτρονίων, πρωτονίων, νετρονίων κλπ.). Η μελέτη αυτή… …   Dictionary of Greek

  • ιθαγένεια — (Νομ.). Όρος που υποδηλώνει τον νομικό δεσμό του ατόμου με το κράτος. Η εναλλακτική του ονομασία είναι υπηκοότητα. Η ι. είναι θεσμός που αναφέρεται στην προσωπική κατάσταση του ατόμου, ενώ ενδιαφέρει τη δημόσια τάξη και το δημόσιο δίκαιο. Η ι.… …   Dictionary of Greek

  • αστρικά σμήνη — Αστέρες, που τα μεταξύ τους χαρακτηριστικά είναι όμοια, όπως όμοιος είναι ο τρόπος της κίνησής τους. Τα α.σ. είναι αθροίσματα αστέρων, οι οποίοι αποτελούν ένα ιδιαίτερο σύνολο εξαιτίας της ομοιόμορφης κίνησης και της ομοιότητας των φασματικών… …   Dictionary of Greek

  • βράκτια — Φύλλα σχεδόν λεπιδοειδή, που προστατεύουν τα ανθοφόρα και ξυλοφόρα μάτια ή συνοδεύουν τα άνθη και τις ταξιανθίες. Τα β. μπορεί να είναι λεία ή χλοώδη, πράσινα ή άλλου χρώματος, φυλλοβόλα ή αειθαλή. Τα β. που συνοδεύουν τα άνθη λέγονται και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»